- τύκον
- τὸ, Α(αιολ. και δωρ. τ.) βλ. σύκο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τῦκα — τῦκον fruit of the neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τύκω — τύκος instrument for working stone masc nom/voc/acc dual τύκος instrument for working stone masc gen sg (doric aeolic) τύ̱κω , τῦκον fruit of the neut nom/voc/acc dual τύ̱κω , τῦκον fruit of the neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύκο — το / σῡκον, ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. τῡκον Α 1. ο εδώδιμος καρπός τής συκιάς 2. φρ. α) «βασιλικά σύκα» και «σύκα βασίλεια [ἡ βασιλικά»]» είδος εκλεκτών και μεγάλων σύκων β) «ξηρά σύκα» αποξηραμένα σύκα που τρώγονται ως ξηροί καρποί γ) «λέω τα σύκα σύκα … Dictionary of Greek
σύκον — τὸ, ΜΑ, και βοιωτ. τ. τῡκον Α βλ. σύκο … Dictionary of Greek
τύκος — ο, ΝΜΑ, και ποιητ. τ. τύχος Α το σιδερένιο σφυρί τών λατόμων και τών λιθοξόων («τύκον, τὴν τῶν λατόμων σφῡραν», Πολυδ.) αρχ. 1. είδος πολεμικού πελέκεως 2. (στον τ. τύχος) (κατά τον Ησύχ.) α) «πύλη» β) «σφήν». [ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος ο οποίος… … Dictionary of Greek
τύκοις — τύκος instrument for working stone masc dat pl τύ̱κοις , τῦκον fruit of the neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τύκου — τύκος instrument for working stone masc gen sg τύ̱κου , τῦκον fruit of the neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)